- ἀμφισβητήσιμος
- ἀμφισβητήσιμοςdisputablemasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αμφισβητήσιμος — η, ο (Α ἀμφισβητήσιμος, ον) [ἀμφισβητῶ] αυτός που επιδέχεται αμφισβήτηση, αυτός για τον οποίο υπάρχει διαφωνία, αντίρρηση αρχ. 1. (το ουδέτερο στον πληθυντικό ως ουσιαστικό) τὰ ἀμφισβητήσιμα διαφιλονικούμενη περιουσία 2. φρ. «χώρα ἀμφισβητήσιμος» … Dictionary of Greek
αμφισβητήσιμος — η, ο αυτός για τον οποίο υπάρχει αμφισβήτηση, διαφορά: Η αποτελεσματικότητα του φαρμάκου αυτού είναι αμφισβητήσιμη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀμφισβητησίμω — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut nom/voc/acc dual ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητησίμως — ἀμφισβητήσιμος disputable adverbial ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητήσιμον — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem acc sg ἀμφισβητήσιμος disputable neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητησίμοις — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητησίμου — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητησίμων — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητησίμῳ — ἀμφισβητήσιμος disputable masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀμφισβητήσιμα — ἀμφισβητήσιμος disputable neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)